- στροβίλωση
- η, Νζωολ.1. τρόπος μονογονικής αναπαραγωγής, κατά τον οποίο το σκυφίστομα τών σκυφοζώων διαχωρίζεται εγκάρσια σε μια σειρά μικρών νεαρών μεδουσών2. καθένα από τα εκβλαστήματα μεταμερικών τμημάτων τού σώματος τών ταινιών από τη σκωληκοκεφαλή.
Dictionary of Greek. 2013.