στροβίλωση

στροβίλωση
η, Ν
ζωολ.
1. τρόπος μονογονικής αναπαραγωγής, κατά τον οποίο το σκυφίστομα τών σκυφοζώων διαχωρίζεται εγκάρσια σε μια σειρά μικρών νεαρών μεδουσών
2. καθένα από τα εκβλαστήματα μεταμερικών τμημάτων τού σώματος τών ταινιών από τη σκωληκοκεφαλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμέρεια — Όρος που στη ζωολογία υποδηλώνει εκείνη τη δομή σώματος που αποτελείται από διαδοχικές επαναλαμβανόμενες υποδιαιρέσεις, κατά μήκος του σωματικού άξονα, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια όργανα· αυτό το φαινόμενο παρατηρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”